διαβήτης

διαβήτης
δια-βήτης, ου, , ([etym.] διαβαίνω)
A compass, so called from its outstretched legs, Ar.Nu.178, Av.1003.
2 carpenter's or stonemason's rule,

ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην IG12(2).11.20

([place name] Lesbos), cf. ib.2.1054.10, Pl.Phlb.56b, Plu.2.802f, Sch.Il.2.765.
II siphon, Colum.3.10, HeroSpir.1.29.
III Medic., the disease diabetes, Aret.SD2.2, Philagr. ap. Orib.5.19.9, Gal.8.394.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαβήτης — compass masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — ο 1. όργανο με δύο σκέλη που χαράζει κύκλους ή συγκρίνει μικρά διαστήματα: Ένας τέλειος κύκλος γίνεται μόνο με διαβήτη. 2. (ιατρ.), είδος αρρώστιας: Ο αριθμός αυτών που πάσχουν από ζαχαρώδη διαβήτη αυξάνεται διαρκώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβητῶν — διαβήτης compass masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβῆται — διαβήτης compass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβήταις — διαβήτης compass masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβήτη — διαβήτης compass masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβήτου — διαβήτης compass masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβήτῃ — διαβήτης compass masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • παγκρεατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πάγκρεας (α. «παγκρεατική έκκριση» β. «παγκρεατική αρτηρία») 2. φρ. α) «παγκρεατικός διαβήτης» ιατρ. διαβήτης που εμφανίζεται ως συνέπεια ολικής παγκρεατεκτομής β) «παγκρεατικό υγρό» (βιοχ.) υγρό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”